- καματεύω
- (AM καματεύω) [κάματος]νεοελλ.-μσν.εργάζομαι στο χωράφι, οργώνω τη γη με το άροτρο, καλλιεργώαρχ.(κατά τον Ησύχ.) (αόρ.) ἐκαμάτευσε«μετὰ κακοπαθείας εἰργάσατο καὶ ἔφυγεν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καματεύονται — καματεύω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαμάτευσε — καματεύω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμάτευτος — (I) η, ο [καματεύω] 1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί 2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος 3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο. (II) η, ο (για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια,… … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
καμάτεμα — το [καματεύω] κάματος, κουραστική εργασία, και κυρίως το όργωμα … Dictionary of Greek